Η αποστολή της Εκκλησίας είναι να αρνείται τη φθορά
και να διακηρύσσει τη νίκη της ζωής
Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
«Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον».
Με τον τρόπο αυτό, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στα ιδιόμελα της νεκρώσιμης ακολουθίας, εκφράζει το δέος του ενώπιον του μεγαλύτερου εχθρού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο θάνατος είναι όντως φοβερός, σήμερα όμως, ακούγοντας την εξιστόρηση της ανάστασης του νέου στην πόλη της Ναΐν, βρισκόμαστε ενώπιον του έσχατου παραλογισμού του θανάτου. Μία μάνα, αφού πρώτα στερήθηκε τον σύζυγο και προστάτη της, έρχεται να κηδέψει το σπλάχνο της και το μοναδικό της στήριγμα. Με αυτόν τον παράλογο θάνατο έρχεται σήμερα αντιμέτωπος ο Κύριος. Η σημερινή περικοπή είναι τόσο ζωντανή, ώστε ο αναγνώστης αισθάνεται πως μεταφέρεται πίσω στον χρόνο και πως συγκαταλέγεται μεταξύ των αυτοπτών μαρτύρων ενός από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα του Ευαγγελίου.
Ήδη από το ξεκίνημα της σημερινής εξιστόρησης βρισκόμαστε ενώπιον μίας αντιφατικής εικόνας. Σε μικρή απόσταση από την πύλη της πόλης, δυό πλήθη συναντώνται. Το ένα έχει επικεφαλής τον Διδάσκαλο Ιησού και από πίσω του ακολουθεί πλήθος με αλαλαγμούς χαράς και θριάμβου, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας που μας θυμίζει την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ξαφνικά όμως το πλήθος βουβαίνεται, διότι από την πόλη μόλις έχει εξέλθει ένα άλλο πλήθος με κραυγές θρήνου, έχοντας επικεφαλής μία χαροκαμένη μάνα. Η στιγμή θα πρέπει να υπήρξε συγκλονιστική. Ο Δημιουργός βρίσκεται μπροστά σε ένα ανοικτό φέρετρο. Η ζωή βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Η μία πομπή διακατέχεται από την ελπίδα της έλευσης του Μεσσία. Η άλλη πομπή διακατέχεται από την απελπισία, ανήμπορη να αντιμετωπίσει την κοινή μοίρα των ανθρώπων.
Αυτό είναι το σκηνικό το οποίο ο Κύριός μας επιλέγει, ώστε να αποκαλύψει, όχι μόνον τη θεϊκή του δύναμη αλλά και την θεϊκή του ευσπλαχνία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, πριν περιγράψει την θαυματουργική ενέργεια του Θεανθρώπου, μας αποκαλύπτει την εσωτερική του κατάσταση, καθώς αντικρίζει την τραγική μητέρα:
«Καὶ εἰδῶν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ».
Η λέξη “ἐσπλαγχνίσθη” υποδηλώνει μία έντονη κατάσταση συμπόνιας, η οποία, είναι βέβαιο πως διακατείχε όλους, όσοι συνόδευαν τη χαροκαμένη μητέρα και έβλεπαν τον σπαραγμό της. Όπως, όμως, αναφέρει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, ένας λόγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο οποίος έζησε τον 11ο αιώνα, αν απλοί άνθρωποι σπλαχνίζονταν εκείνη τη στιγμή την μητέρα, πόσο περισσότερο θα την σπλαχνιζόταν η ίδια η πηγή της ευσπλαχνίας.
Ναι, αδελφοί μου. Σήμερα, μέσω του θαύματος, αποκαλύπτεται ενώπιόν μας ο σπλαχνικός Θεός. Ο Θεός, ο Όποιος δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο, όταν ο θάνατος, ως συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, τον απέκοψε από την πηγή της ζωής και τον απογύμνωσε από την αθανασία, για την οποία πλάστηκε. Επιθυμία του Θεού πάντα ήταν και θα παραμείνει μέχρι της συντελείας του αιώνος, να ξαναδεί όλους τους ανθρώπους στην αγκαλιά Του. Για τον λόγο αυτό έστειλε τους Προφήτες, για τον λόγο αυτό παρέδωσε στον Μωυσή τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, για τον λόγο αυτό έστειλε τον ίδιο τον Υιό Του, ώστε, όποιος πιστέψει σ’ Αυτόν να μην γνωρίσει θάνατο, αλλά να έχει «ζωήν αιώνιον», όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Αυτή είναι η μεγάλη ευκαιρία του ανθρώπου. Αυτό είναι το προσκλητήριο της ζωής, το οποίο, δυστυχώς, μένει συχνά χωρίς ανταπόκριση, ιδιαίτερα στις μέρες μας, κατά τις οποίες η ανθρωπότητα έχει στρέψει όλες τις ελπίδες της στη δύναμη της λογικής και στην ισχύ των μηχανών. Για τον αποκομμένο όμως από τον Θεό άνθρωπο, φτάνει πάντοτε η ώρα της αλήθειας. Είναι η στιγμή, κατά την οποία επιβεβαιώνεται πως ακόμη και η πιο επιτυχημένη διαδρομή, η γεμάτη πλούτη και θριάμβους, η γεμάτη εξουσία και αναγνωρισιμότητα, καταλήγει στο αναπόδραστο τέλος. Σήμερα, στο φέρετρο της επικήδειας πομπής της Ναΐν είναι σαν να κείτεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και πίσω της να ακολουθούν οι άνθρωποι του καιρού μας, με το κεφάλι σκυφτό, βουρκωμένοι και εξαντλημένοι, ανίσχυροι και παραδομένοι στην παντοδυναμία του θανάτου.
Και ξαφνικά, εν μέσω των πανανθρώπινων θρήνων και οδυρμών, μια φωνή, η ίδια φωνή με εκείνην της ημέρας του θαύματος:
«Μη κλαίε!»
Είναι η φωνή του Ζωοδότη Κυρίου, ο Οποίος, ήδη από την ημέρα εκείνη, προαναγγέλλει την Ανάστασή Του. Είναι η φωνή Εκείνου που με ένα νεύμα σταματά τη νεκρική πομπή και, ως ανάχωμα ζωής, εκτρέπει την μοίρα του ανθρώπου που φαινόταν να κυλά μοιραία προς την εκβολή του θανάτου και την οδηγεί προς την κοίτη της αθανασίας. Η φωνή Του, πλέον, δεν έχει την τρυφερότητα της ευσπλαχνίας αλλά την ισχύ, την ένταση και την αυτοπεποίθηση της δυνάμεως. Οι καταβεβλημένοι συνοδοιπόροι της τραγικής μητέρας σταματούν και η εντολή της ζωής επισκιάζει την απελπισία και την συντριβή τους:
«Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι!»
Με σάλπιγγα θριάμβου μοιάζει η φωνή αυτή. Ενός θριάμβου, ο οποίος σπάει τα όρια του χρόνου, του χώρου και πλημμυρίζει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία. Δεν είναι μόνο ο νεανίας που επιστρέφει στη ζωή. Είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη, που διαπιστώνει αποδεδειγμένα πως ο θάνατος δεν είναι ανίκητος και πως ο προορισμός του ανθρώπου δε χωράει σε έναν τάφο.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς θέλησε να διασώσει μία λεπτομέρεια, η οποία αποδεικνύεται σημαντική και αποκαλυπτική. Αναφέρει πως ο Κύριος πλησίασε και «ήψατο», δηλαδή, ακούμπησε τη σωρό. Ιδιαίτερα επισημαίνουν οι Πατέρες την ενέργεια, προκειμένου να διαπιστώσουμε δύο πράγματα: Πρώτον, πως είναι τόση η αγάπη του Κυρίου, ώστε αγγίζει αυτό, το οποίο ακόμη και οι άνθρωποι απεχθάνονται ως ακάθαρτο, δηλαδή το νεκρό σώμα. Το σημαντικότερο όμως είναι πως με την κίνηση αυτή, ο Χριστός μας καλεί σε μία ολοκληρωτική σχέση, στην οποία θα συμμετέχει και η ψυχή και το σώμα μας. Όπως αναφέρει και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Χριστός μας «δεν αρκέστηκε μόνο να προστάξει, παρόλο που συνήθιζε με λόγο να κατορθώνει όσα ήθελε, αλλά άπλωσε στη σορό και τα χέρια, δείχνοντας ότι και το σώμα του έχει την ενέργεια που δίνει ζωή».
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν την ζωογόνο δύναμη της Θείας Κοινωνίας, καθώς κοινωνούμε Σώμα και Αίμα Χριστού. Αντιλαμβάνεστε όμως και τον αναγεννητικό χαρακτήρα της Εκκλησίας μας ως σώματος Χριστού επεκτεινόμενο εις τους αιώνες. Η αγία μας Εκκλησία είναι ο Θεανθρώπινος εκείνος οργανισμός, ο οποίος, αν και βρίσκεται και ενεργεί μέσα στον κόσμο, αρνείται να αποδεχτεί τη δύναμη του θανάτου. Η πρόσκληση της Εκκλησίας προς τον κόσμο είναι συγχρόνως παρηγορητική και αναστάσιμη. Όπως Εκείνος απευθύνθηκε στη μητέρα, έτσι και αυτή, απευθύνεται με ευσπλαχνία στον σύγχρονο άνθρωπο και μεταφέρει την λυτρωτική προτροπή:
«Μη κλαίε».
Τί πιο ελπιδοφόρο ζητά να ακούσει η σημερινή ανθρωπότητα, η καταματωμένη και πολυβασανισμένη από τα δικά της λάθη; Αλλά και τί περισσότερο χαρμόσυνο μπορεί να περιμένει ο σημερινός άνθρωπος από εκείνη την προσταγή, την οποία διαχρονικά απευθύνει η Εκκλησία, όπως ακριβώς την απηύθυνε και ο Κύριος της ζωής στον νεανία της Ναΐν:
«Εγέρθητι»!
Αυτή είναι, αδελφοί μου, η αποστολή της Εκκλησίας: Να παρηγορεί και να ζωογονεί. Να αρνείται τη φθορά και να διακηρύσσει τη νίκη της ζωής. Να σχετίζεται και να διαλέγεται με το εκάστοτε παρόν και συγχρόνως να οραματίζεται την αιωνιότητα. Κάθε της δραστηριότητα αποτελεί πανηγυρική ανακήρυξη της νίκης της ζωής επί του θανάτου. Κατά συνέπεια, ο καθένας από μας, ως μέλος της Εκκλησίας, συναντά τον κόσμο ως σπλαχνικός αδελφός, αλλά και ως μάρτυρας της Αναστάσεως.
Ας αποτελέσουμε αγγελιοφόρους της μοναδικής ελπίδας του κόσμου. Ο λόγος και η πράξη μας ας επιβεβαιώνουν καθημερινά την πραγματικότητα της Αναστάσεως. Ιδιαίτερα όμως η αγάπη μεταξύ μας ας εξουδετερώνει τα βέλη του θανάτου στην καθημερινότητα. Διότι «θάνατος» σημαίνει χωρισμός και ρήξη δεσμών μεταξύ των ανθρώπων. Κάθε φορά που χτυπάμε την αγάπη, κάθε φορά που επιτρέπουμε να διεισδύσει ανάμεσά μας το μίσος, η φιλαυτία και η διχόνοια, επιτρέπουμε στον θάνατο να μας δηλητηριάσει και αρνούμαστε, στην πράξη, την θεία δωρεά της ζωής. Αν ο δρόμος του θανάτου είναι η ρήξη με τους αδελφούς μας, ο δρόμος της ζωής είναι η αγάπη. Στον δρόμο αυτό, ας γίνουμε εμείς οι πρωτοπόροι.