Του Άρη Κεφαλογιάννη
Απ’ τα λιμάνια της αρχαίας Κνωσού ως τις σύγχρονες ιχθυοκαλλιεργητικές μονάδες του Αμβρακικού, η σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα παραμένει διαχρονική και ζωτική. Η θάλασσα δεν υπήρξε ποτέ απλώς γεωγραφικό χαρακτηριστικό. Ήταν πάντοτε πηγή ζωής, οικονομίας, ταυτότητας. Οι Μινωίτες πρώτοι καλλιέργησαν μια θαλάσσια κοσμοαντίληψη: εμπορεύονταν, ταξίδευαν, ψάρευαν, ζούσαν μέσα στο υγρό στοιχείο. Σήμερα, αυτή η ιστορική κληρονομιά μεταφράζεται σε έναν στρατηγικό παραγωγικό κλάδο που, χωρίς πάντα να γίνεται αυτό αντιληπτό από το ευρύ κοινό, στέκεται ως ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας: την ιχθυοκαλλιέργεια.
Αυτός ο κλάδος σήμερα, βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση. Ενώ συνεισφέρει πάνω από 700 εκατομμύρια ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ και απασχολεί άμεσα και έμμεσα πάνω από 15.000 εργαζόμενους, παραμένει καθηλωμένος από γραφειοκρατικά εμπόδια, αθέμιτο ανταγωνισμό και παραπληροφόρηση. Την ίδια ώρα, η Τουρκία, μεθοδικά και επιθετικά, χτίζει ένα καθεστώς κυριαρχίας στις ίδιες διεθνείς αγορές που κάποτε ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά στην Ελλάδα.
Από το 2013 έως το 2023, η Τουρκία εκτόξευσε την παραγωγή της από 100.000 σε 310.000 τόνους, ενώ η Ελλάδα παρέμεινε στάσιμη στους 130.000. Η τουρκική κυβέρνηση, χωρίς περιβαλλοντικούς φραγμούς, χωρίς ουσιαστικό νομοθετικό πλαίσιο, με γενναίες κρατικές ενισχύσεις, προωθεί ψάρια που δεν υπόκεινται στους ίδιους αυστηρούς κανόνες παραγωγής με τα ελληνικά σε αγορές όπως η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ. Αντίθετα, οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούν υπό αυστηρούς κανονισμούς, χωρίς δυνατότητα επέκτασης και με το ενδεχόμενο αναστολής λειτουργίας να παραμένει ανοιχτό, αν δεν ανανεωθεί το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο που λήγει το 2026.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι απλώς αριθμητικό. Είναι εθνικό. Το γεγονός ότι οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες δεν μπορούν να αναπτυχθούν, επειδή δεν έχουν θεσμοθετηθεί οι ΠΟΑΥ (Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών), αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη. Το θεσμικό πλαίσιο του 2011, που προέβλεπε τη θεσμοθέτηση ΠΟΑΥ, σε μεγάλο βαθμό παραμένει ανενεργό. Κάποιες από τις σημαντικότερες περιοχές – όπως η Χίος, η Σαλαμίνα, ο Πόρος – παραμένουν σε θεσμική εκκρεμότητα εδώ και χρόνια. Χάθηκαν έσοδα, χάθηκαν επενδύσεις, χάθηκε χρόνος.
Την ίδια στιγμή, η παραπληροφόρηση εντός των συνόρων ενισχύει το πρόβλημα. Αντί να στηριχθεί η ποιότητα και η διεθνής πιστοποίηση των ελληνικών προϊόντων, ορισμένα συμφέροντα θέτουν υπό αμφισβήτηση την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, διευκολύνοντας ενδεχομένως την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στις διεθνείς αγορές. Οι εξαγωγές μας μειώνονται, η εικόνα μας θολώνει, και ο καταναλωτής στο εξωτερικό δυσκολεύεται να διακρίνει την ελληνική αξία πίσω από το ψάρι που καταναλώνει.
Η γεωπολιτική διάσταση της υπόθεσης είναι εξίσου κρίσιμη. Οι μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας δεν βρίσκονται σε θεωρητικά σημεία. Εδράζονται σε ευαίσθητες ζώνες, σε ακριτικά νησιά όπως το Αγαθονήσι, η Κάλυμνος και άλλα. Σε παράκτιες περιοχές που χωρίς αυτές τις δραστηριότητες θα βυθιστούν στην ανεργία και την εγκατάλειψη. Η Τουρκία, αντίθετα, ενισχύει το αποτύπωμά της με κάθε νέο ιχθυοτροφείο που στήνει στο Αιγαίο ή στη Μεσόγειο.
Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν κινηθεί άμεσα, τότε πολύ απλά η Ελλάδα θα χάσει. Θα χάσει μερίδιο αγοράς, θα χάσει έσοδα, θα χάσει γεωπολιτική θέση. Η Πολιτεία οφείλει να παρατείνει και να ανανεώσει το χωροταξικό, να θεσμοθετήσει τις ΠΟΑΥ, να ενισχύσει οικονομικά τον κλάδο και να υπερασπιστεί την ελληνική ποιότητα εντός και εκτός συνόρων. Χρειαζόμαστε επίσης μια ευρωπαϊκή στρατηγική που θα επιβάλει ίσους όρους ανταγωνισμού, ώστε τα τουρκικά προϊόντα να υπόκεινται στους ίδιους ελέγχους και απαιτήσεις με τα ελληνικά.
Η θάλασσα ήταν πάντοτε μέρος της ταυτότητάς μας. Το ζητούμενο είναι αν θα τη βλέπουμε μόνο ως κομμάτι της ιστορίας ή και ως ευκαιρία για το μέλλον. Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι μια μάχη που μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε. Αν, φυσικά, αποφασίσουμε να τη δώσουμε.
*Ο Άρης Κεφαλογιάννης είναι Investment Executive στο Apeiron Venture Capital και απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Tufts University, Fletcher School of Global Affairs.
Πηγή: capital.gr